- βαρωνία
- η1. φέουδο βαρώνου2. το σύνολο των βαρώνων μιας χώρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μπαρονία — και μπαρουνία και παρονία και παρουνία, ἡ (Μ) 1. η βαρωνία 2. (γενικά) ιδιοκτησία γής, περιουσία 3. το σύνολο τών βαρώνων μιας βασιλικής αυλής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. γαλλ. baron(n)ie. Οι τ. μπαρουνία / παρουνία με επίδραση τού προβηγκ. barounia (βλ … Dictionary of Greek
Ορθαγόρεια — Αρχαία πόλη της Θράκης, στη χώρα των Κικόνων. Αναφέρεται από τον Στράβωνα, που γράφει ότι βρισκόταν κοντά στο ακρωτήριο Σέρριο, απέναντι από τη Σαμοθράκη. Στους βυζαντινούς χρόνους η Ο. μετονομάστηκε Μάκρη ή Στάγειρα και στη διάρκεια του 11ου αι … Dictionary of Greek